ἀποπνίγοντες

ἀποπνίγοντες
ἀποπνί̱γοντες , ἀποπνίγω
choke
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεχάς — ( άδος), η (Α) 1. το δοχείο 2. ως κύρ. όν. Δεχάς οίκημα τών φυλακών τής Σπάρτης όπου κατά τον Πλούταρχο «θανατοῡσι τοὺς κατάδικους ἀποπνίγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Πυθαγόρα πρόκειται για λ. που πλάστηκε για να ετυμολογηθεί το δεκάς*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”